υποψάθυρος

υποψάθυρος
-ον, Α
λίγο χαλαρός, λίγο μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ψαθυρός «εύθραστος, ευδιάλυτος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑποψάθυρα — ὑποψάθυρος somewhat crumbling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποψάφαρος — ον, Α δ. γρφ. τού ὑποψάθυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)* + ψαφαρός «εύθραστος, μαλακός, χαλαρός»] …   Dictionary of Greek

  • υποψέφαρος — ον, Α ὑποψάθυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψεφαρός «σκοτεινός, ζοφερός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”